- παραιρέτης
- ὁ, Α [παραιρώ]1. αυτός που φθίνει, που ελαττώνεται2. αστρολ. πλανήτης που βρίσκεται έξω από την αίρεση του, δηλαδή από την συνηθισμένη θέση του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραιρέτης — one that takes away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρέται — παραιρέτης one that takes away masc nom/voc pl παραιρέτᾱͅ , παραιρέτης one that takes away masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρέτην — παραιρέτης one that takes away masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραιρέτας — παραιρέτᾱς , παραιρέτης one that takes away masc acc pl παραιρέτᾱς , παραιρέτης one that takes away masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)